- συγκεκροτημενως
- συγκεκροτημένωςтщательно, продуманно
(τορῶς καὴ ξ. μελετᾶν Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τορῶς καὴ ξ. μελετᾶν Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συγκεκροτημένως — in a finished way indeclform (adverb) συγκροτέω strike together perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκεκροτημένως — Α επίρρ. στερεά, σταθερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεκροτημένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. συγκροτῶ + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek